Новогреческий словарь
βραδύγλωσσος
βραδύγλωσσ|ος
1.
заикающийся
;
2. (о)
заика
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заикающийся
? —
βραδύγλωσσος
как на
(ново)греческом
будет слово
заика
? —
βραδύγλωσσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βραδύγλωσσος
? — заикающийся, заика
#
(ново)греческий словарь
—
ποδηλάτισσα
—
φιλοπερίεργος
—
ενδέκατο
—
αποπατω
—
ασυνταύτιστος
—
ζερβόδεξος
—
ελεεινά
—
σκώμμα
—
πρηνηδόν
—
γραμμώνω
—
εικόνα
—
υπτίαση
—
μεσπιλιά
—
αυγουλίλας
—
πλευρίζω
—
γλυκοσκάζω
—
εξαθλιώνομαι
—
μένος
—
αποσυνθέτω
—
συγκυριακά
—
εκρέμασα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω