|
покупательный; ~ή αξία τού νομίσματος — покупательная сила денег; ~ή ικανότητα — покупательная способность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово покупательный? — αγοραστικός как с (ново)греческого переводится слово αγοραστικός? — покупательный — αλατοφύλακας — οικοδόμηση — ρίχτω — παρευθύς — θεματοφύλακας — μαλακτήρας — αντιμαχία — μαδάω — ξηροφθαλμία — εκατομμυριούχα — κορόμηλο — στερεωμένα! — αναρριχτός — λιθόπλινθος — ευνοώ — καραντουζένι — παρακυλιούμαι — εγχελοοτροφία — διέβην — κύριος — αρχιδιά |
|||