αγοραστικός

формы словаβ
αγοραστικός
покупательный;
          ~ή αξία τού νομίσματος — покупательная сила денег;
          ~ή ικανότητα — покупательная способность



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово покупательный? — αγοραστικός
как с (ново)греческого переводится слово αγοραστικός? — покупательный


αλατοφύλακαςοικοδόμησηρίχτωπαρευθύςθεματοφύλακαςμαλακτήραςαντιμαχίαμαδάωξηροφθαλμίαεκατομμυριούχακορόμηλοστερεωμένα!αναρριχτόςλιθόπλινθοςευνοώκαραντουζένιπαρακυλιούμαιεγχελοοτροφίαδιέβηνκύριοςαρχιδιά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit