|
англоязычный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγγλόφωνος? — — ματαιόσχολος — φυγοδικία — υλιστής — στήνω — αδιαμέριστος — σκυλολόι — μετάβαση — αποδένδρωση — εγγυητήριος — βυσσινί — λιποτάκτης — ο — ναφθαλίνιο — απειθαρχώ — εκτριμμα — χορεύτρια — ρόϊδο — λιστρώνω — μπεγέντισμα — αβούλευτος — αμφισρήτηση |
|||