|
сматывать, наматывать (пряжу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сматывать? — ανακυκλίζω как на (ново)греческом будет слово наматывать? — ανακυκλίζω как с (ново)греческого переводится слово ανακυκλίζω? — сматывать, наматывать — πεκούνια — ανεμολογία — γιάτρεμα — δημοσκόπηση — φωτοτηλεγράφημα — ιντερνέτ — επιπεδοσφαιρικός — ιονιστής — σπεράντσα — καταπατητής — ανταρεύω — ριζό — ευγραμμία — κινησιολογία — άμυαλος — αειφόρος — υλοζωισμός — ογδοήκοντα — μουγκρίζω — εμβρυοθλάστης — φραγμός |
|||