|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πόνοι? — — αναριώνω — ξαναφκιάνω — παλαιογραφικώς — φίλος — κνησμώδης — σκιτσάρω — φιλάλληλος — αλουπότρυπα — προσυπογράφω — φλοκκιάζω — ξέθαμα — εισηνέχθην — ανυποληψία — υαλοποιήσιμος — αυτοβαφή — ξομολόγηση — ηττώμαι — πσραλογή — στηρίζω — ανάσυρτος — ακονισμένος |
|||