|
το конгресс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конгресс? — κονγκρέσσο как с (ново)греческого переводится слово κονγκρέσσο? — конгресс — νάρκη — προσηλυτίσιμος — τσιγγέλι — μουτράκλα — πρώτος — ενενήκοντα — κυνηγοτόπι — λατρευτικός — εξαναγκάζομαι — βαμβακουργία — κεραυνοβόληση — κοιλαράς — εφτάρι — εκταμα — τσιρλιάρικος — ξεμασκαλιστός — μουστακοφόρος — κωλοσούρνομαι — αστείζομαι — τεινεσμός — πολυβολητής |
|||