Новогреческий словарь
πιθαμή
πιθαμή
η
пядь
;
μιά ~ τόπος — клочок земли
;
μιά ~ γής — пядь земли
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пядь
? —
πιθαμή
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιθαμή
? — пядь
#
(ново)греческий словарь
—
ισοθερμικός
—
θεότρελλος
—
φτερνίτης
—
σιγούρεμα
—
μονομερίτικος
—
κατάφωρα
—
αποδιοργανώνω
—
τσοπάνισσα
—
γιουγκοσλάβικος
—
λενινισμός
—
τσαχπίνα
—
προβλέψιμος
—
γραμματιστής
—
ξεσαβουριάζω
—
ακασσιτέρωτος
—
σκαπτικά
—
αποπλέκω
—
Ευαγγέλιο
—
λευκαστής
—
γλαύκωμα
—
ατιμώρητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве