|
асфальтовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово асфальтовый? — ασφαλτικός как с (ново)греческого переводится слово ασφαλτικός? — асфальтовый — εμπερικλείω — οισοφάγος — απόζευξη — γεντιανή — έγκληση — συγκρατημένος — ξαναφεύγω — ακαλμάριστος — αφανιστής — εκφοβισμός — ολάσπρος — ταχύσκαπτο — σιτάλευρο — ερπυσμός — ερωτόκαστρο — πάστρεμα — συντομεύω — επανορθωτικός — μπριγιάντι — ακροζυγιάζομαι — απόθλιψη |
|||