|
вспоминать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вспоминать? — ανοβιβάνω как с (ново)греческого переводится слово ανοβιβάνω? — вспоминать — σέρνω — ηνδρώθην — βράχνιασμα — γαιοκτησία — αστροφεγγής — συρρικνούμαι — νεόφερτος — πρυμνόδετος — αχαλιναγώγητος — παραμύθι — χοχλακίζω — γεννητάτο — αμφιθαλής — ηλεκτρόλυση — κοσκινιστός — πυλώνας — σωσίβιο — σκληροκαρδος — εξομολογητής — καταγράφω — ενδημικός |
|||