|
чесаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесаться? — ξύομαι как с (ново)греческого переводится слово ξύομαι? — чесаться — χρονοντούλαπο — παρέστιος — λαρδώνω — ξεδοντιάζω — ανθρωπομετρία — διαμορφώτρια — μειωτέος — γυροβολιάζω — κωλομπαράς — ωραιότατα — γονιμοποιούμαι — φαγώθηκα — ζερδαλί — σχοινοσύντροφος — χρήμα — αποσβεννύω — αποχωμάτωση — απόκαρσις — παρακινητικός — ταχύτης — λογοπαίγνιο |
|||