|
пропитанный; насыщенный; ~ υπό μίσους — пропитанный ненавистью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пропитанный? — εμπεποτισμένος как на (ново)греческом будет слово насыщенный? — εμπεποτισμένος как с (ново)греческого переводится слово εμπεποτισμένος? — пропитанный, насыщенный — φιλοτέλεια — συμφέρων — βουνοκορφή — ξεστάχυασμα — ευχητήριος — συμφιλιώτρια — στηθοσκόπηση — παλαιογραφικός — ανδρογένεια — ακριβοκάμαρα — σπανακόσουπα — δασοκόμος — ενθρονιασμός — ανάπαλος — διαχώριση — πτηνοθήρας — επισκέπτρια — επαναστατικότητα — πυκνογραμμένος — διακόσια — γροθοκόπημα |
|||