|
ο вышивальщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышивальщик? — ποικιλτής как с (ново)греческого переводится слово ποικιλτής? — вышивальщик — αφεντογυναίκα — σιχασιάρης — ιδρώτας — εδέτσι — λιόκαλος — κατούρημα — πλακατζής — συγκρατιέμαι — αλίμαχτος — παραμύθι — μικροφιλοδοξία — χυλός — απομώρια — μυτιλοτροφείο — δαδιάζω — εχμάζω — παιζογελάω — τετραμηνιαίος — ειδωλοποιώ — πολίτισσα — καταδικάζω |
|||