Новогреческий словарь
σκύλίστικος
σκύλίστικ|ος
собачий
;
===
με ~ινη όρεξη — с волчьим аппетитом
;
χίλιες οκάδες βούτυρο σε ~ινο τομάρι — погов. [phrase]из грязи, да в князи[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
собачий
? —
σκύλίστικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκύλίστικος
? — собачий
#
(ново)греческий словарь
—
νεοναζισμός
—
πορσελλάνινος
—
κλύφι
—
ξεμπράτσωτος
—
αλφαδιασμένος
—
ξομολογώ
—
εμπλαστρώνω
—
αντιχρόνου
—
μοναχοκόρη
—
σπαθιά
—
βοδινός
—
μουσοτραφής
—
παρεπίτροπος
—
ύφαλος
—
ολίγο
—
παρατιμονιά
—
ανθυπόνομος
—
ανθρωπάκι
—
ανοπτώ
—
φεγγαράδα
—
βληταγωγός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,