|
η 1) геол. гетероморфизм; 2) биол. гетероморфоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гетероморфизм? — ετερομορφία как на (ново)греческом будет слово гетероморфоз? — ετερομορφία как с (ново)греческого переводится слово ετερομορφία? — гетероморфизм, гетероморфоз — αναμαζώνω — διαφερόντως — κρασοπότι — φυλλάδιο — ανθοκομική — πασαλείβω — υπόδικος — υδρόφυτα — υψούμαι — αφρώδης — ξεθολώνω — ηλεκτροχημεία — ενσπόνδυλος — σταυραϊτός — μακέλεμα — πλύσιμο — καψάλισμα — απευκταίος — αναφτερώνω — αψινθώνω — δείλινιάζω |
|||