Новогреческий словарь
αλληλοδιαδοχή
αλληλοδιαδοχή
η
чередование
;
~ δύο αστικών κομμάτων στήν εξουσία — чередование у власти двух буржуазных партий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чередование
? —
αλληλοδιαδοχή
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλληλοδιαδοχή
? — чередование
#
(ново)греческий словарь
—
απεργοσπάσττρια
—
αλβανικά
—
λεμφαδένας
—
συζητητικώς
—
εκταφή
—
εμπορομπακάλης
—
σκαλοκέφαλο
—
λαθρέμπορας
—
λαμπαδιάζω
—
χαλκόδετος
—
Χιονάτη
—
καρυδόφλουδα
—
εκάστοτε
—
φίλμ
—
ανισόπεδος
—
μειωτικά
—
διάβα
—
κηδεία
—
αξαντος
—
χάζι
—
αγρυρομαραγγιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве