|
η чередование; ~ δύο αστικών κομμάτων στήν εξουσία — чередование у власти двух буржуазных партий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чередование? — αλληλοδιαδοχή как с (ново)греческого переводится слово αλληλοδιαδοχή? — чередование — εγωλατρία — βισμούθιο — γροθίζω — παγανό — απονιά — δυστυχώς — ηλεκτροβιογένεση — κελαρύζω — κρονόληρος — καλωσυνεύω — καβουρομάνα — κοχλιακός — ακτέα — ακατάλληλος — συγγενής — πολιτεία — συγκεντρωτικός — ξεμούδιασμα — Φαρισαίος — υποδούλωση — τοτεμισμός |
|||