|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμπορείο? — — σταυροπόδι — πολιτικοοικονομικός — ειδήμονας — βίος — χιονοβροχή — γεντέκι — νευροπληξία — φτύμα — αβάκιον — ωσεί — διευκρινιστικός — προφυλακτήρας — μοσχοπουλάω — χοχλάκιασμα — δορκάδιο — λείαντρον — γαστριμαργικός — αρχιτεχνίτης — αγαύη — συμπιεστής — κομπορραχιά |
|||