|
Публикации
1) ножницы; 2) стропило; —— εχει καλό ~ — он хороший закройщик; ~ πάει η γλωσσά του — язык у него без костей; δουλεύει ~ πού πάει καπνός — (цензура) кромсает - аж дым идёт Το ψαλίδι είναι χειροκίνητο εργαλείο, που χρησιμοποιείται για την κοπή μαλακών εύκαμπτων υλικών. Η συνήθης κατασκευή του αποτελείται από δύο κινητά σιδερένια ή ατσάλινα σκέλη, τα οποία είναι ενωμένα περίπου στο μέσο τους με ένα σταθερό σύνδεσμο. Στα πίσω άκρα των δύο σκελών υπάρχουν λαβές για σταθερότερο χειρισμό του ψαλιδιού, ενώ το μπροστά και εσωτερικό μέρος τους είναι διαμορφωμένο σε λεπίδες λίγο έως μέτρια ακονισμένες. Το ψαλίδι είναι διπλός μοχλός πρώτου τύπου.
|
||||||||||||||||