Новогреческий словарь
τρύπηση
τρύπηση
(-εως) η 1)
прокалывание
; продырявливание; проделывание отверстия;
2)
пронашивание
(обуви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пронашивание
? —
τρύπηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρύπηση
? — пронашивание
#
(ново)греческий словарь
—
φαρυγγίτιδα
—
εμβρυοπλαστία
—
απηλογιέμαι
—
μαρτυριάτικο
—
αχαμπήλωτος
—
ατροφία
—
δαδοφορία
—
καρδιεκτασία
—
αμελητές
—
παραδειγματισμός
—
δαμάσκο
—
υδροκλιματολογία
—
κρουνιά
—
τεϊοποτείο
—
συναρμογή
—
παιχνιδιάρης
—
εξανδραπόδισμός
—
στολαρχία
—
βακχανάλια
—
στανταρτοποίηση
—
αναβιωτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве