|
: τόν έκανα ~ — [phrase]я его крепко пробрал, я его разнёс в пух и прах[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άπασπρου? — — χαρτόδεμα — κόφινος — τυποκλοπία — ήσκιωμα — κατεδαφίζω — κωλόπουστας — αφρογέννητος — σκορποχέρης — ολόμαυρος — ανεπαισθήτως — σελέμισμα — όθε — εγκαλώ — τρούμπα — μωράκι — μεταλλοειδικός — αναγόραστος — μικρολογώ — ξεσκαλώνω — ευδοκιμώ — τοιουτοτρόπως |
|||