Новогреческий словарь
ετερόγαμος
ετερόγαμ|ος
гетсрогамный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гетсрогамный
? —
ετερόγαμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετερόγαμος
? — гетсрогамный
#
(ново)греческий словарь
—
γητευτής
—
μουνί
—
χιονομάζα
—
τριχρωματισμός
—
θεριστήρι
—
στατέρι
—
ρυθμικά
—
ανάδοχος
—
ανέμισμα
—
αμπελουργική
—
κοιτίδα
—
χώση
—
αυτογνωμία
—
δυσεντερία
—
επέλαση
—
νιότη
—
γιουρντάρω
—
ρογχάζω
—
μωρούδισμα
—
αρκουδεύω
—
αβράμηλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве