|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεοσεβούμενος? — — συρματοποιώ — απογεύομαι — αυτομόληση — καψώνω — θεράπαινα — συνομολόγηση — επιδιαιτησία — λειβαδότοπος — ουρία — ζωγράφος — φυτίστρα — εντεραλγία — ιχθυαγορά — συχλιάζω — κτήριο — ανεπαίσχυντος — καρτερόψυχος — ατράβηχτος — κεφάλαιο — αμαξίδιο — πώρινος |
|||