|
το (береговой) устой (моста) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово устой? — ακρόβαθρο как с (ново)греческого переводится слово ακρόβαθρο? — устой — λέβα — πιστρόφια — λακωνίζω — ζυμομύκης — καταναγκαστικός — υπογλυχαιμία — επιμήκυνση — κανταδόρικα — ασκομαχώ — διεθνίστρια — ει — αλιευτής — διάλυμα — λιγοψυχώ — υποδηματοποιείο — στηθωτός — μειράκιο — σιδερένιος — θρυμμάτιση — φιντάνι — τσίφτισσα |
|||