|
το невозможность вместиться; στήν αίθουσα είχε καταργηθεί τό ~ — зал наполнен до отказа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невозможность вместиться? — αδιαχώρητο как с (ново)греческого переводится слово αδιαχώρητο? — невозможность вместиться — αιτιατόν — μονοικία — Σμαρώ — ασβέστιος — γλαύκωμα — βουλητικός — αποβάλλομαι — εισέχω — σηροτροφείο — λεμφοπενία — γλυκαναστενάζω — αποδυναμώνομαι — χτιστικά — εκδημοκρατισμός — τέλειωμός — εξοχή — πεφυσιωμένος — αντεύχομαι — ασπροφρύδα — δημαρχιακός — πανοπλία |
|||