Новогреческий словарь
ομιλητικώς
ομιλητικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομιλητικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γλεύκος
—
εξατομικεύω
—
συμβουλάτορας
—
αναγκιρός
—
σελέμης
—
κομπορρημοσύνη
—
χρυσοτόκος
—
αρχιτεχνίτης
—
μηδαμώς
—
ξάνθωμα
—
θηκιάζω
—
απειθής
—
μπακιρένιος
—
εμπυρευματοθήκη
—
αμπάριζα
—
λαχανοπωλείο
—
αμέθυστος
—
προγυμνάζω
—
πηρομέλεια
—
ντρένιος
—
βαρίδι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве