|
ο стропилина (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стропилина? — συστάτης как с (ново)греческого переводится слово συστάτης? — стропилина — ενεχυροδανειστικός — ευμορφογοναίκα — ωσμωτικός — πλούμισμα — πανδαιμόνιο — ανυπέρβατος — ελκυστικός — στομαχόπονος — αστρονομικός — απεργοσπάσττρια — αμέλημα — εξευρωπαϊσμός — κατάκλιση — γκανιότα — δουλευτάρης — εικονοστάσιο — ηλιοσκοπία — κυλινδρισμός — ξενοκρατούμαι — στερεύω — λεβεντογενιά |
|||