Новогреческий словарь
εξομολογητής
εξομολογητ|ής
ο церк.
исповедник, духовник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
исповедник
? —
εξομολογητής
как на
(ново)греческом
будет слово
духовник
? —
εξομολογητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξομολογητής
? — исповедник, духовник
#
(ново)греческий словарь
—
αποπιάνω
—
αξιοσπούδαστος
—
διαφιλονικούμενος
—
καθίζω
—
πατιρντί
—
αποθησαυριστικός
—
πολυπόθητος
—
Ολλανδέζα
—
έργ
—
άποκολοκύνθωση
—
ατσίνουρος
—
ανθεμίς
—
τυφογέροντας
—
κατασκόπευση
—
ανασκησία
—
μητροφονία
—
σπηλαιώτης
—
συνορίτισσα
—
εκπρόθεσμα
—
νεκρότητα
—
βροχαλίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве