Новогреческий словарь
εναυσματοσωλήνας
εναυσματοσωλήνας
(-ήνος) ο
артиллерийская (зажигательная) трубка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
артиллерийская трубка
? —
εναυσματοσωλήνας
как с
(ново)греческого
переводится слово
εναυσματοσωλήνας
? — артиллерийская трубка
#
(ново)греческий словарь
—
συστολέας
—
νεροποντή
—
μνημονικό
—
μπιστολίζω
—
νυχτοβίγλι
—
Μογγόλα
—
βοτανισμένος
—
οριακά
—
εικοστημόριο
—
νερουλότητα
—
κοσμοθεωρία
—
δίπατος
—
παρερμηνεύω
—
γλωσσολογικός
—
παραπομπή
—
εφηλίς
—
καλαμώνας
—
ξεμαύλισμα
—
βατί
—
κονταροχτυπιέμαι
—
ποδηλατίστρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве