|
το шутка, острота; === δέν σηκώνει ~ά — [phrase]он не понимает шуток[/phrase]; στά ~ά — в шутку; шутки ради; γυρίζω κάτι στό ~ — превращать (__что-л.__) в шутку; δέν είναι ~ά — [phrase]это не шутка[/phrase]; ν' αφήσουμε τά ~ά! — [phrase]шутки в сторону![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шутка? — χωρατό как на (ново)греческом будет слово острота? — χωρατό как с (ново)греческого переводится слово χωρατό? — шутка, острота — ακανθηρός — αποστρατιωτικοποιημένος — αμποριάζω — εγχειρίδιο — αισθησιασμός — άχνα — ανέκκλητος — τρίτομος — υπομισθώτρια — ευφωνία — διποδισμός — τσιγγρίζω — αγάπισμα — σχίζομαι — ηλειακός — εξοδεύσιμος — υδροξείδιο — συμφόρηση — αδιατύπωτος — αντιατομικισμός — λύτρα |
|||