|
ο сова; сыч #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сова? — σκώψ как на (ново)греческом будет слово сыч? — σκώψ как с (ново)греческого переводится слово σκώψ? — сова, сыч — λιγοθύμισμα — διλούβιος — βουτυροπώλης — υποσκήνιο — καμηλαύκιο — βεργασίά — οκνηρία — προπαντός — ενδότερος — νειρεύομαι — θεάνθρωπος — μεταλλεύω — παραφυσάω — φαντασίωση — ανευρίαστος — τσιτσί — δασαρχείο — συναισθηματικός — βοσκαρέα — κολποκήλη — ωτορινικός |
|||