|
одевать (кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одевать? — φοραίνω как с (ново)греческого переводится слово φοραίνω? — одевать — βλίτα — λαγκάδα — κροτικός — μάθηση — νεκροφανής — περιτριγύρισμα — δαφναίος — γλυκοκελαδίστρα — μαντραβίτσα — μεταλλευτικός — αναδιοργανωτικός — τουρκόγυφτσα — ζυμούμαι — αναφτεριάζω — καλιμπράρισμα — επιθεωρητής — πτερύγωμα — αφέψηση — ακρωτηριάζω — απασχολία — μύστρισμα |
|||