|
(αόρ. (ε)κακόφαγα ) плохо питаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плохо питаться? — κακοτρώγω как с (ново)греческого переводится слово κακοτρώγω? — плохо питаться — λευκοσιδήρους — ατμόϊππος — αυτοδημιουργία — ασχημούλα — ανασκιρίζω — αντεπίσκεψη — σκασμός — αντικατηγορώ — κωλοσούρτης — βαρελοποιός — ζωοκλοπή — φτύνω — παραγινωμένος — γαλεάγρα — θερίζω — ψυχορράγημα — μενεξελύς — κοντήτερα — χλαίνα — ολιγοτεκνία — πειθαρχικά |
|||