Новогреческий словарь
αμίαντος
αμίαντ|ος
II ο
асбест, горный лён
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
асбест
? —
αμίαντος
как на
(ново)греческом
будет слово
горный лён
? —
αμίαντος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμίαντος
? — асбест, горный лён
#
(ново)греческий словарь
—
μανάβισσα
—
στενωπός
—
σιγανοπόταμο
—
απόξεστρον
—
κομμουνιστοσυμμορίτης
—
πυριόβολος
—
αρνίτσι
—
σφυγμομετρώ
—
βρώμιος
—
αρτηρίδιο
—
ψιλικατζήδικο
—
συγκυβέρνηση
—
νεφραλγία
—
λυκαυγές
—
γαστριμαργία
—
εξορμίζω
—
εύπηκτος
—
γούζω
—
αρβυλοποιείο
—
ανερεύνητος
—
δοξαστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве