|
цветущий, покрытый цветами; ~ο λιβάδι — цветущий луг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цветущий? — λουλουδιασμένίος как на (ново)греческом будет слово покрытый цветами? — λουλουδιασμένίος как с (ново)греческого переводится слово λουλουδιασμένίος? — цветущий, покрытый цветами — παπαριά — μαλώνω — ιπταμαι — συνταράζω — ανατρίχιασμα — γάτος — σαρίκι — κτηριολογικός — ομολογώ — δωδεκαπλούς — στρατόσφαιρα — εκατοντάχρονα — βιβλιακός — χαντάκι — σκαμπανέβασμα — φτέρνα — απροσπέραστος — συναισθηματισμός — αχυροκέφαλος — μηνιάτικο — αχειρούργητος |
|||