Новогреческий словарь
τοκολόγιο
τοκολόγιο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τοκολόγιο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επιτροπεύσιμος
—
αρμαθιάζω
—
λάντζα
—
ηλεκτραρνητικότητα
—
αγγλικανικός
—
βομβοβόλο
—
μειονεκτικός
—
καλογερίστικος
—
ψυμοζήτης
—
βραδύπεπτος
—
νεολιθικός
—
τυπωτής
—
ομηρία
—
γκεστάω
—
καπνοκοπτικός
—
εργάτισσα
—
γιάμπολι
—
σφυγμομέτρηση
—
ιχθυοκαλλιέργεια
—
δεκαεπταετία
—
λιπόθυμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве