|
данный; στήν ~η στιγμή — в данный момент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово данный? — δεδομένος как с (ново)греческого переводится слово δεδομένος? — данный — γλυκούλης — ανταιτίασις — πεύκι — αλείβω — αποκαλύπτομαι — πυθμένας — υποδύομαι — όργιο — δομαλιστήριον — κλεισιάδα — αποστασία — μουγγός — άκλητος — ώσις — μονόφθαλμος — σφαλιάρα — κρησφύγετο — στειρεύω — μεταφέρνω — πρόσραμμα — επήγαγον |
|||