Новогреческий словарь
νεροσυρμή
νεροσυρμή
η
водосточная канавка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
водосточная канавка
? —
νεροσυρμή
как с
(ново)греческого
переводится слово
νεροσυρμή
? — водосточная канавка
#
(ново)греческий словарь
—
αναροτρίαστος
—
φτυστός
—
στανταρτισμός
—
μείγμα
—
παραχείμαση
—
στοιχειωδώς
—
άσεμνος
—
προγονικός
—
φωτογόνος
—
ασχημομούτσουνο
—
αγγελοζωγραφιστός
—
όχι δά
—
πλάση
—
επενδυτικός
—
πλεονάζω
—
προαγορά
—
διανεμητής
—
κρυολόγημα
—
παρατηρητικά
—
βροχόπτωση
—
αδελφογαμία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве