Новогреческий словарь
δερματόκολλα
δερματόκολλα
η
столярный клей
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
столярный клей
? —
δερματόκολλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δερματόκολλα
? — столярный клей
#
(ново)греческий словарь
—
εγκυστίωση
—
επιστολικός
—
ξεχασμένος
—
αντεκδικούμαι
—
κλείστρο
—
γλωσσοκοπανίζω
—
φωλίτης
—
ρουπία
—
χρησιμοποιούμαι
—
συμβιβάζομαι
—
αποβγάζω
—
περιφράζω
—
αμυγδαλωτό
—
μουζουβί
—
μπρόκκολο
—
κλειδοκύμβαλο
—
αυτοτραυματίας
—
συνεχώς
—
γελαδότριχα
—
απασσάλωτος
—
λάμνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве