Новогреческий словарь
παπλωματού
παπλωματού
η
стегальщица
(одеял)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стегальщица
? —
παπλωματού
как с
(ново)греческого
переводится слово
παπλωματού
? — стегальщица
#
(ново)греческий словарь
—
συμβεβηκός
—
χιονώδης
—
αίγειος
—
γελιέμαι
—
άστρωτος
—
συμφιλιωτικός
—
σαλατιέρα
—
τιμόνι
—
χωροθετώ
—
ηλιοθρεμμένος
—
γυψώνω
—
ηθμοειδής
—
τάραγμα
—
διβάνι
—
μαλάττω
—
χαλκωματάδικο
—
αντισυνταγματικώς
—
κατοικισμός
—
πυρηνέλαιο
—
σύγκειμαι
—
κροκίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве