|
η стегальщица (одеял) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стегальщица? — παπλωματού как с (ново)греческого переводится слово παπλωματού? — стегальщица — ημίψυκτος — ψυκτήρ — συζευκτικός — ξοδιαστής — λευκόλιθος — μακροταξιδεύω — σελιδούλα — φορτσάδος — φιλί — επανδρωμένος — βαττολόγημα — σταλίδα — μιλιέμαι — στηθωτός — ασυγχωρεσιά — ελιοπερίβολο — εκφοβιστικός — παρέμβολον — αγέλαστος — εισάγομαι — βαμβακοπυρίτις |
|||