|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξεφούντωτος? — — σπαστικά — ξάγναντο — αντιπρόπερσι — οινικός — συμπαραστατώ — μονοβεργίζω — αποθηκοφύλακας — αμμωνιακό — φυγάς — ταυτολογώ — ξυλοσκίστης — ιππηλασία — κροταφικός — μαυροφόρος — ψευδώνυμα — ιωβηλαίος — αντικαθολικός — συμπιεστής — ισκιερός — αλανιάρικος — ακράκι |
|||