|
легко, без труда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко? — ακόπως как на (ново)греческом будет слово без труда? — ακόπως как с (ново)греческого переводится слово ακόπως? — легко, без труда — ξεφωνητό — βραχίων — ραγισμένος — αυραντοειδή — ακαθήλωτος — ακροθαλασσιά — πισσόχαρτο — ραιβοσκελία — εξάχρονος — υπο- — γερανός — θρησκοληψία — αντασφαλίστρια — συγκαταλέγω — χάφτω — καταστηματάρχισσα — ευρετικός — δεντρώνας — ανέσπερος — αλληλοτραυματίζομαι — φυγοκεντρικός |
|||