Новогреческий словарь
αγιοκέρι
αγιοκέρι
το 1)
свеча
;
2)
воск
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свеча
? —
αγιοκέρι
как на
(ново)греческом
будет слово
воск
? —
αγιοκέρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιοκέρι
? — свеча, воск
#
(ново)греческий словарь
—
αλευρού
—
σάτιρα
—
ψωροπερηφάνεια
—
εξαπατητικός
—
δεκαπλασιάζω
—
ρυμός
—
συρμακέζης
—
σταλιάζω
—
θωρηκτό
—
αγέννηγος
—
ξαγγλίζω
—
αποκοιμιέμαι
—
κοζάρω
—
προσαρμοστικότητα
—
μικροβιοθεραπευτική
—
γκαντέμα
—
ακούνιστος
—
αξιοπιστία
—
πρωτομαγειρεύω
—
αργίλοπλαστική
—
ηωσίνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве