Новогреческий словарь
λαβωμένος
λαβωμέν|ος
раненый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раненый
? —
λαβωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαβωμένος
? — раненый
#
(ново)греческий словарь
—
χαλκοτυπία
—
αναχορήγηση
—
ξεκουφαίνω
—
ζωύφιο
—
ορθώνω
—
Σπήλιος
—
συμπεριλαμβανομένος
—
πιστικός
—
ιριδιούχος
—
νευροχειρουργός
—
πιτσιλώ
—
ενδώσμωσις
—
στρόφιγγος
—
προέλληνας
—
γλανός
—
δολερότητα
—
απώτερος
—
σκιντζής
—
μπαουλάδικο
—
κούφαμα
—
χωράφι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве