Новогреческий словарь
βαλλιστικός
βαλλιστικός
II
баллистический
;
βαλλιστικός πύραυλος — баллистическая ракета
;
βαλλιστικό βλήμα — баллистический снаряд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
баллистический
? —
βαλλιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαλλιστικός
? — баллистический
#
(ново)греческий словарь
—
δόλια
—
ζωγραφική
—
κρύπτω
—
αιμάτωση
—
οξυγονοκολλητής
—
Ιλλυρία
—
αδύναμος
—
ανιδρύω
—
συνδικαλιστής
—
ανάκανθος
—
γαλαδερφή
—
φασιστικός
—
διαδύομαι
—
διαρριπίζω
—
ενεμήθην
—
σελλάδικο
—
ανατροφεύς
—
κουνελοτροφείο
—
δαμαλιδοκομείον
—
συγνώμη
—
κοκκινιστός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве