|
пятикратный; στό ~ο — в пять раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятикратный? — πενταπλούς как с (ново)греческого переводится слово πενταπλούς? — пятикратный — αδύνατος — αποίκηση — απρέπεχα — απογέμιση — πευκοφλοιός — λιθόβλητος — στρίφωμα — βωλογυρίζω — σταθμιστής — ρητορικά — ανοσιούργημα — ενενηνταριά — γουροονοειδής — σκληρομετρία — νάρκωμα — ωριμαστήρι — στειρεύω — αγαθά — ηφαιστειογενής — επίκαυστος — φυλάκισμα |
|||