|
изобретательный, находчивый, искусный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изобретательный? — εφευρετικός как на (ново)греческом будет слово находчивый? — εφευρετικός как на (ново)греческом будет слово искусный? — εφευρετικός как с (ново)греческого переводится слово εφευρετικός? — изобретательный, находчивый, искусный — σηκώνω — σκληρούτσικος — αρλουμποειδής — σεισμογραφία — αναλλοίωτος — επιλέξιμος — διαμαρτύρομαι — γαζέλλα — δημοσιοποιώ — καϊκτσής — ανάδειξη — αποκρισάτορας — φούχτωμα — ενετικός — απρόβλεπτος — σοσιαλεπαναστάτης — γναφείο — αμετρία — περιλαβαίνω — μονιμοποιώ — φιλοπότις |
|||