|
η пассажирка; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пассажирка? — επιβάτρια как с (ново)греческого переводится слово επιβάτρια? — пассажирка — ιδιόχρους — γαλλόνι — δραματουργός — τραπεζιτικός — εμπουλο — αποψίλωση — ρητόν — ποικιλτής — παντρολογώ — υλοποίηση — πλευρεκτομία — δευτε — ελεφαντοστό — αποθήκευση — παρελθόν — ξυλοκόπημα — πενταπλάσιος — πτωμαΐνη — προσάρτημα — μαρασκίνο — σκότωμα |
|||