|
плещущий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плещущий? — παφλάζων как с (ново)греческого переводится слово παφλάζων? — плещущий — λιγοψυχώ — δεματολογος — χαρτοπολτός — αυτογνώμων — ορνιθοκόμος — καθαιρώ — ετερόκαρπος — γουνώνω — πολυσέλιδος — καταπονημένος — μαστορικά — κορνιζάς — βαλβιδοπλαστική — κτίζω — εκπολιτισμός — ξεφούρνισμα — ηγέρθην — προβιβασμός — κλείς — τρελάρας — κρεμνώ |
|||