|
(αόρ. εξέγραψα, παθ. αόρ. εξεγράφην) вычёркивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вычёркивать? — εκγράφω как с (ново)греческого переводится слово εκγράφω? — вычёркивать — καλοκαιρεύω — εγκυκλοπαιδικότητα — λιμνάζω — οστίτιδα — καμπουρομύτης — ανισοσκελή — ελικοφόρος — επιδημητικός — ανθυγιεινότητα — βλάχος — ευστάθεια — κακοτυχία — χαλκουργείο — περίθλαση — μαλαγάνας — αγαθεύω — επιούσα — μεταξύλημα — δυσκοίλιος — ψηλοκρέμαστος — καύκαλο |
|||