Новогреческий словарь
εκγράφω
εκγράφω
(αόρ. εξέγραψα, παθ. αόρ. εξεγράφην)
вычёркивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вычёркивать
? —
εκγράφω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκγράφω
? — вычёркивать
#
(ново)греческий словарь
—
παιγνιδιάρης
—
κολοκύθι
—
δοξαριά
—
φυλετισμός
—
τιμούμαι
—
αντενεργών
—
παρα-
—
δακτυλογραφούμαι
—
ιερόδουλη
—
αυτοεπίδειξη
—
νοστιμούτσικος
—
μεταπλάττω
—
ανορθογραφώ
—
αναδυόμενος
—
διαφυλάσσομαι
—
ολιγοψυχία
—
ορθοπόδισμα
—
αμαξοτροχιά
—
πιτσίλισμα
—
συγγενείς
—
μονοκατοικία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве