|
предрасположенный (к чему-л.); настроенный; είναι ~ εναντίον μου — [phrase]он настроен против меня[/phrase]; δέν είναι ~ νά κάνει... — [phrase]он не расположен делать...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предрасположенный? — προδιατεθειμένος как на (ново)греческом будет слово настроенный? — προδιατεθειμένος как с (ново)греческого переводится слово προδιατεθειμένος? — предрасположенный, настроенный — πρόθεση — απαρακώλυτος — μόρφωση — ψευδωνύμως — κλινήρης — εμβαδομέτρηση — ατμιστήρας — λαγοπροβιά — πρόζα — μπογιαντισμένος — κασσίτερος — ασυνόδευτος — άκατος — αφιλοπρόοδος — τσαγκρουνίζω — επιχαλικώ — μαρκαρισμένος — μικρόνους — μωρουδίζω — μπίρα — αφέτης |
|||