Новогреческий словарь
ατσάλωμα
ατσάλωμα
το
закалка, закал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закалка
? —
ατσάλωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
закал
? —
ατσάλωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ατσάλωμα
? — закалка, закал
#
(ново)греческий словарь
—
δεκατετραετία
—
χρηματοδότης
—
γλυκασμένη
—
ζιγγίβερη
—
λεπτάκι
—
δασερός
—
μπαρουταποθήκη
—
μαρμαροστρώνω
—
ελατόν
—
παραβαράω
—
τριτόκλιτος
—
ξανακοιμάμαι
—
ενδεκατημόριον
—
νικελωμένος
—
αποστερούμαι
—
αποτρελαίνω
—
σαπιοκωλάκιας
—
μεσοχώρι
—
μαχαιρίδιο
—
σπεκουλαδόρα
—
αδερφοσύνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве